ὑψηλοτέρας

ὑψηλοτέρας
ὑψηλοτέρᾱς , ὑψηλός
high
fem acc comp pl
ὑψηλοτέρᾱς , ὑψηλός
high
fem gen comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • высокыи — (287) пр. 1. Высокий, имеющий большую протяженность снизу вверх: глѹбоци же и высокы пѩты имѹща. [обувь] УСт XII/XIII, 225; хотѩше ринѹти ѥго долѹ съ высокы храмины. ПрЛ XIII, 45б; и видѣхъ брѣгъ высокъ. Там же, 127г; Сладокъ ˫ако фюникъ высокъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”